ἀνήγειρε

ἀνήγειρε
ἀνεγείρω
wake up
aor ind act 3rd sg
ἀνεγείρω
wake up
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… …   Dictionary of Greek

  • κλύμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήταν βασιλιάς της Αρκαδίας και γιος του Τελέου. Ερωτεύτηκε την κόρη του, Αρπαλύκη, την οποία, αφού απέσπασε από τον σύζυγό της, έκανε μητέρα. Η Αρπαλύκη σκότωσε το παιδί που γέννησε και το παρέθεσε ως φαγητό στον… …   Dictionary of Greek

  • λυκείον — Γυμνάσιο (γυμναστήριο) της Αθήνας, κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, όπου υπήρχε ιερό του Λυκείου Απόλλωνα. Η θέση του δεν είναι επακριβώς γνωστή, αν και θα πρέπει να βρισκόταν στα Ν της σημερινής πλατείας… …   Dictionary of Greek

  • μελιάς — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Έφεσος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στις εκβολές του Καΰστρου, στις ακτές του Αιγαίου. Η Έ. αναπτύχθηκε γύρω από το τιμημένο ιερό μιας προελληνικής θεότητας της ευφορίας, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη· αποικίστηκε από τους Ίωνες… …   Dictionary of Greek

  • Ζάππας — Όνομα οικογένειας αγωνιστών και εθνικών ευεργετών από τη Βόρεια Ήπειρο. 1. Ευάγγελος (Λάμποβο, Βόρεια Ήπειρος 1800 – Μπροστένι, Ρουμανία 1865). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρου, αλλά από 13 ετών κατατάχθηκε στον στρατό του Αλή πασά. Όταν έγινε 20 …   Dictionary of Greek

  • Ιμχοτέπ — (28ος αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας της αρχαίας Αιγύπτου, ο οποίος διακρίθηκε και ως ανώτατος δικαστικός, ποιητής, λογοτέχνης και φιλόσοφος. Έζησε κατά την περίοδο της 3ης Δυναστείας των Φαραώ. Αναφέρεται και ως Ιμχοτπού. Ανώτατος διοικητής αρχικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”